- σεληνίῳ
- σελήνιονmoonlightneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεληνιώ — άω, Α (ποιητ. τ.) σεληνιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + επίθημα ιῶ, δηλωτικό ασθενείας (πρβλ. ἀνιῶ)] … Dictionary of Greek